δειράς

δειραχθής

δειρή
δειρ·αχθής, ής, ές, lourd au cou, Anth. 6, 179 (sel. Brunck, δειραγχής, qui serre le cou, de δειρή, ἄγχω).
Étym. δειρή, ἄχθος.