Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δειρητής
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειρο·κύπελλον,
ου
(
τὸ
)
vase à long col,
Luc.
Lex.
7
.
Étym.
δειρή, κ.