δειροκύπελλον

δειρόπαις

δειροτομέω-ῶ
δειρό·παις, gén. -παιδος (ὁ, ἡ) qui enfante par le cou, ép. de la belette et de Gorgo, Lyc. 843.
Étym. δειρή, παῖς.