Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκαπλασίως
δεκα·πλάσιος,
α, ον
[
ᾰσ
] décuple,
Hpc.
V. med.
14 ;
Plat.
Rsp.
615
b
;
ἡ δεκαπλασία,
Dém.
726, 23 ;
ou
τὸ δεκαπλάσιον,
Plat.
Leg.
914
c
, le décuple ;
δ. τινος,
Pol.
22, 5, 15,
décuple de qqe ch.
Étym.
δ. -πλάσιος
.