δεκάπηχυς

δεκαπλασιάζω

δεκαπλάσιος
δεκαπλασιάζω [ᾰσ] multiplier par dix, décupler, Spt. Bar. 4, 24 (ao. impér. 2 pl. -σιάσατε).
Étym. δεκαπλάσιος.