δεκαπηχυαῖος

δεκάπηχυς

δεκαπλασιάζω
δεκά·πηχυς, υς, υ [] de dix coudées, Hdt. 9, 81 ; Pol. 17, 16, 2 (acc. -υν) ; Luc. Tim. 4.
Étym. δ. πῆχυς.