δελφακίνη

δελφάκιον

δελφακόομαι-οῦμαι
δελφάκιον, ου (τὸ) [] petit cochon, Ar. Th. 237, Lys. 1061, etc. ; Eub. (Ath. 330c) ; etc.
Étym. dim. de δέλφαξ.