δελφάκιον

δελφακόομαι-οῦμαι

δέλφαξ
δελφακόομαι-οῦμαι [] (seul. part. prés. fém. dor. -ουμένα) devenir un petit cochon, Ar. Ach. 786.
Étym. δέλφαξ.