δελφινίζω

δελφίνιον

Δελφίνιον
δελφίνιον, ου (τὸ) [ῑν] dauphinelle ou pied d’alouette, plante, Diosc. 3, 84 ; Geop. 20, 2, 2.
Étym. δελφίς.