δενδροτρόφος

δενδροφορέω-ῶ

δενδροφορία
δενδροφορέω-ῶ (seul. prés. inf.) porter des branches d’arbres, à côté de θυρσοφορέω, Artém. 2, 37.
Étym. δενδροφόρος.