δενδροφορέω-ῶ

δενδροφορία

δενδροφόρος
δενδροφορία, ας ()
1 action de porter des branches d’arbres (cf. θυρσοφορία) Str. 468 ||
2 action de produire ou de nourrir des arbres, Geop. 2, 9, 3.
Étym. δενδροφόρος.