δενδροφορία

δενδροφόρος

δενδροφυέω
δενδρο·φόρος, ος, ον, qui produit (litt. qui porte) des arbres, Ath. 621b ; ἡ δ. (s. e. γῆ) Phil. 2, 583, terre plantée d’arbres, verger ||
Sup. -ώτατος, Plut. Syll. 12.
Étym. δένδρον, φέρω.