Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δερματοφαγέω-ῶ
δερματοφόρος
δερματώδης
δερματο·φόρος,
ος, ον
[
ᾰ
] vêtu d’une peau,
Str.
776
.
Étym.
δέρμα, φέρω
.