δερματοφόρος

δερματώδης

δερμηστής
δερματώδης, ης, ες [] semblable à la peau, Arstt. H.A. 2, 13, 7 ; 3, 3, 13, etc. ||
Cp. -έστερος, Th. H.P. 4, 3, 3.
Étym. δέρμα, -ωδης.