δευτερολογέω-ῶ

δευτερολογία

δευτερολόγος
δευτερολογία, ας ()
1 discours de l’orateur qui parle le second, Dém. 454, 24 (argum.) p. opp. à πρωτολογία ||
2 second discours sur un même sujet, Hermog. (W. 1, 433 titre).
Étym. δευτερολόγος.