δευτερολογία

δευτερολόγος

Δευτερονόμιον
δευτερο·λόγος, ου () litt. qui parle en second, d’où acteur des seconds rôles, Télès (Stob. Fl. 68, 50) p. opp. à πρωτολόγος.
Étym. δ. λέγω.