δευτέρως

δευτέρωσις

δεύω
δευτέρωσις, εως ()
1 second rang, Spt. 4 Reg. 23, 4 ; 25, 18, etc. ||
2 action de recommencer, Nyss. 2, 176 c Migne.
Étym. δευτερόω.