διαϐιϐασμός

διαϐιϐαστικός

διαϐιϐρώσκω
διαϐιϐαστικός, ή, όν [ϐῐ] transitif, t. de gr. Dysc. Synt. 294, 11.
Étym. διαϐιϐάζω.