διάϐορος

διαϐόσκω

διαϐοστρυχόω-ῶ
δια·ϐόσκω, repaître : τινά, Philstr. 18 (impf. 3 sg. διέϐοσκεν) ; Socr. Ep. 10 (fut. -ήσει) qqn ; τὴν γαστέρα, Alciphr. 3, 7 (prés. inf.) le ventre.