διαϐόσκω

διαϐοστρυχόω-ῶ

διαϐουκολέω-ῶ
δια·ϐοστρυχόω-ῶ [] (seul. pf. pass. part. -ϐεϐοστρυχωμένος) boucler ou friser ses cheveux, Archil. (Poll. 2, 27).