διάχρισμα

διάχριστος

διαχρίω
διάχριστος, ος, ον, enduit d’un onguent, Diosc. 1, 34 ; Arét. 76 ; subst. τὸ διάχριστον, Diosc. 1, 34, onguent.
Étym. διαχρίω.