διαδετέον

διάδετος

διαδέχομαι
διάδετος, ος, ον [] attaché à travers : δακτύλιος δ. τὸν κύκλον ἠλέκτρῳ, Hld. 5, 13, anneau dont le cercle est orné d’un filet du métal ἤλεκτρον; δ. ταινίαις τὰς κόμας, Lib. 4, 189, qui a des bandelettes enlacées dans les cheveux.
Étym. vb. de διαδέω.