διαδικάζω

διαδικαιόω-ῶ

διαδικασία
δια·δικαιόω-ῶ [ῐκ] (impf. διεδικαίουν)
1 regarder comme juste, approuver : τι, Thc. 4, 106, qqe ch. ||
2 p. suite, prendre la défense de : τι, DC. 46, 32, de qqe ch. ; τί τινος, DC. 40, 62, des intérêts de qqn ; abs. ὑπέρ τινος, DC. 39, 60, de qqn.