διάδοχος

διαδραματίζω

διαδραμεῖν
δια·δραματίζω [ρᾱᾰ] achever de jouer une pièce, M. Ant. 3, 8 (inf. ao. -ίσαι) ; DL. 3, 56 (impf. 3 sg. διεδραμάτιζεν).