διάδρασις

διαδράττομαι

διαδρηστεύω
δια·δράττομαι (seul. ao.) se saisir de, gén. Pol. 1, 58, 8 (sbj. 3 pl. -άξωνται) ; Phil. 2, 328.
Étym. inf. -άξασθαι.