διαδράττομαι

διαδρηστεύω

διαδρομή
δια·δρηστεύω (seul. ao. 3 sg. διεδρήστευσε; conj. p. διεπρήστευσε, sel. d’autres, διεδρηπέτευσε) s’enfuir, Hdt. 4, 79.
Étym. διά, δρήστης, ion. c. δράστης ; cf. δραπετεύω.