διαδέω

διαδηλέομαι-οῦμαι

διάδηλος
δια·δηλέομαι-οῦμαι (seul. ao.) déchirer, mettre en pièces, Od. 14, 37 ; Thcr. Idyl. 24, 83 ; A. Rh. 2, 284 ; 3, 579.