διαδηλέομαι-οῦμαι

διάδηλος

διαδηλόω-ῶ
διά·δηλος, ος ou η, ον, visible ou reconnaissable entre tous, Thc. 4, 68 ; Plat. Rsp. 474b ; Pol. 6, 22, 3 ; 10, 41, 7 ||
E Fém. , Arstt. H.A. 9, 7, 10.