διαϐύω

διαγαληνίζω

διαγανακτέω-ῶ
δια·γαληνίζω [γᾰ] (seul. ao. 3 sg. διεγαλήνισεν, var. -ισαν) rasséréner (le visage) Ar. Eq. 646.
Étym. διά, γαλήνη.