Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαγανακτέω-ῶ
διαγανάκτησις
διαγγελία
διαγανάκτησις,
εως
(
ἡ
)
[
ᾰγᾰ
] transport d’indignation,
Plut.
Mar.
16 ;
Phil.
2, 178
.
Étym.
διαγανακτέω
.