διαγεύω

διαγιγγράζω

διαγίγνομαι
δια·γιγγράζω (ao. 3 sg. διεγίγγρασ’ conj.) distiller artistement (un jus) p. anal. avec un bon joueur de flûte, Athénion (Ath. 661b).
Étym. διά, γίγγρας.