διαγλύφω

διαγνώμη

διαγνώμων
διαγνώμη, ης ()
1 délibération : περί τινος, Thc. 3, 42, au sujet de qqe ch. ||
2 décision, Thc. 1, 87 ; διαγνώμην ποιεῖσθαι, Thc. 3, 67, rendre une sentence.
Étym. διαγιγνώσκω.