διαγνώμη

διαγνώμων

διαγνωρίζω
διαγνώμων, ων, ον, gén. ονος, qui discerne, d’où qui fait attention à, qui a égard à, gén. Ant. 122, 39, p. opp. à τιμωρός.
Étym. διαγιγνώσκω.