διακορκορυγέω-ῶ

διάκορος

διακόρως
διά·κορος, ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén. Hdt. 3, 117 ||
2 fig. dégoûté de, gén. Xén. Lac. 1, 5.
Étym. δ. κόρος.