διακόρησις

διακορκορυγέω-ῶ

διάκορος
δια·κορκορυγέω-ῶ [] (seul. ao. 3 sg. διεκορκορύγησε) faire crépiter : τὴν γαστέρα, Ar. Nub. 387, l’estomac ou le ventre.