Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διακορής
διακόρησις
διακορκορυγέω-ῶ
διακόρησις,
εως
(
ἡ
)
action de violer une jeune fille,
Jos.
A.J.
7, 8, 1
.
Étym.
διακορέω
.