διακρατέω-ῶ

διακράτησις

διακρατητικός
διακράτησις, εως () [ᾰτ] action de retenir fortement, Diosc. Ther. p. 422a ; fig. action de retenir par des promesses, etc. d’où tromperie, Eun. 53, 17.
Étym. διακρατέω.