Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διακράτησις
διακρατητικός
διακρατύνω
διακρατητικός,
ή, όν
[
ᾰτ
] propre à maintenir fortement,
Sext.
408, 3 Bkk.
Étym.
διακρατέω
.