διάκρουσις

διακρουστικός

διακρούω
διακρουστικός, ή, όν :
1 qui réfute où qui résout, gén. Clém. 821 ||
2 qui marque qu’on use de subterfuge, en parl. de verbes tels que παραλογίζομαι, κλέπτω, ἀπατῶ, Dysc. Synt. 284, 20.
Étym. διακρούω.