Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διακωθωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακώλυμα,
ατος
(
τὸ
)
[
ῡ
] empêchement, obstacle,
Plat.
Leg.
807
d
.
Étym.
διακωλύω
.