διάλειψις

διαλεκτέον

διαλεκτικεύομαι
διαλεκτέον, vb. de διαλέγω ou διαλέγομαι, Plat. Lys. 211c ; Isocr. 260c ; Arstt. Top. 8, 14 ; Aristén. 2, 19, etc.