διάλιθος

διαλιμπάνω

Διάλιος ἱερεύς
δια·λιμπάνω (seul. prés. et impf. διελίμπανον) c. διαλείπω, Gal. Hpc. Epid. 1, 3 ; Spt. Tob. 10, 7.