διάληψις

διάλιθος

διαλιμπάνω
διά·λιθος, ος, ον [] garni de pierres précieuses, Mén. (Ath. 484a) ; DS. fr. 644, 44 et 47 ; Str. 709 ; Ath. 197c, etc.
Étym. διά, λίθος.