διαλλάσσω

διάλληλος

διαλλοιόω-ῶ
δι·άλληλος, ος, ον, qui se remplacent mutuellement, réciproque, Dysc. Pron. 302a, 324a, etc. ; Sext. 27, 23, etc. ; δ. τρόπος, Sext. 72, 10 Bkk. cercle vicieux.
Étym. δ. ἀλλήλων.