διαλογή

διαλογίζομαι

διαλογικός
δια·λογίζομαι (f. ιοῦμαι, etc.)
I (λογίζομαι, calculer)
1 faire ses comptes : πρός τινα, Dém. 1236, 17, avec qqn ||
2 en gén. calculer exactement, Diph. (Ath. 292b) ; πρὸς ἑαυτόν, Is. 68, 14 ; Isocr. 134d, en soi-même ||
II (λογίζομαι, raisonner)
1 distinguer par la réflexion : τὰ καλὰ καὶ τὰ μή, Eschn. 3, 30, ce qui est beau et ce qui ne l’est pas ||
2 discuter : περί τινος, Xén. Mem. 3, 5, 1, sur qqe ch. ||
E Ao. part. διαλογισάμενος, Dém. 962, 25 ; 1236, 17.