διαλοάω-ῶ

διαλογή

διαλογίζομαι
διαλογή, ῆς ()
1 énumération détaillée, d’où évaluation exacte, Arstt. Pol. 2, 8, 15 ; Eud. 2, 5, 8 ||
2 dialogue, entretien, Ps.-Plut. V. Hom. 36.
Étym. διαλέγω.