διαμασητός

διαμάσσω

διαμαστιγόω-ῶ
δια·μάσσω, att. -μάττω, pétrir avec soin, Ar. Eq. 1105 (part. pf. pass. -μεμαγμένας) ; Av. 463.
Étym. prés. -μάττειν.