Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμάσησις
διαμασητός
διαμάσσω
διαμασητός,
ή, όν
[
μᾰ
] mâché,
Hpc.
517, 9
.
Étym.
vb. de
διαμασάω
.