Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμασάω-ῶ
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμάσημα,
ατος
(
τὸ
)
[
ᾰσ
] ce que l’on mâche,
Diosc.
1, 125
.
Étym.
διαμασάω
.