Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητός
διαμάσησις,
εως
(
ἡ
)
[
μᾰ
] mastication,
Diosc.
1, 17 ;
5, 84
.
Étym.
διαμασάω
.